- κατεργαζομένου
- κατεργάζομαιeffect by labourpres part mp masc/neut gen sgκατεργάζομαιeffect by labourpres part mp masc/neut gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμβόλαιο — το 1. εργαλείο τορνευτών και σαγματοποιών που χρησιμοποιείται για τη συγκράτηση τού κατεργαζόμενου αντικειμένου 2. ξύλινο ή μεταλλικό στέλεχος τού οποίου το σχήμα παίρνουν τα μεταλλικά κομμάτια που λυγίζονται πάνω του 3. ξύλινος σφηνίσκος για να… … Dictionary of Greek